- όσγε
- ὅσγε, ἥγε, ὅγε (Α)(αντων.)1. όποιος πράγματι ή όποιος τουλάχιστον2. εκείνος ακριβώς που...3. (η δοτ. τού θηλ. ως επίρρ.) τῇγεόπως τουλάχιστον («τῇγέ μοι φαίνεται εἶναι αληθές», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅς, ἥ, ὅ + μόριο γε (πρβλ. έγω-γε)].
Dictionary of Greek. 2013.